ατσάλινος
Смотреть что такое "ατσάλινος" в других словарях:
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ατσαλένιος — και ατσάλινος, η, ο 1. κατασκευασμένος από ατσάλι, χαλύβδινος 2. σκληρός και ανθεκτικός σαν ατσάλι … Dictionary of Greek
χαλύβδινος — η, ο, Ν 1. κατασκευασμένος από χάλυβα, ατσάλινος 2. μτφ. α) ακατάβλητος («χαλύβδινη θέληση») β) ακαταπόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + κατάλ. ινος (πρβλ. ατσάλ ινος). Το δ τού τ. κατ επίδραση τού μόλυβδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν… … Dictionary of Greek