ατσάλινος

ατσάλινος
η , ο см. ατσαλένιος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ατσάλινος" в других словарях:

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • ατσαλένιος — και ατσάλινος, η, ο 1. κατασκευασμένος από ατσάλι, χαλύβδινος 2. σκληρός και ανθεκτικός σαν ατσάλι …   Dictionary of Greek

  • χαλύβδινος — η, ο, Ν 1. κατασκευασμένος από χάλυβα, ατσάλινος 2. μτφ. α) ακατάβλητος («χαλύβδινη θέληση») β) ακαταπόνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + κατάλ. ινος (πρβλ. ατσάλ ινος). Το δ τού τ. κατ επίδραση τού μόλυβδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»